νέρτεροι

νέρτεροι
νέρτερος
lower
masc nom/voc pl
νέρτερος
lower
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νέρτερος — νέρτερος, έρα, ον, θηλ. και ος (Α) 1. κατώτερος («τὰ δ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει», Αριστοφ.) 2. αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο, υποχθόνιος («νέρτεροι θεοί», Αισχύλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί νέρτεροι οι νεκροί 4. φρ. α) «νερτέρα πλάξ» η… …   Dictionary of Greek

  • νερτεροδρόμος — νερτεροδρόμος, ὁ (Α) άγγελος τού Άδη, αγγελιαφόρος τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερτεροι «νεκροί» + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ιππο δρόμος, κυματο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • νερτερόμαντις — νερτερόμαντις, άντεως, ὁ (Μ) μάντης τών κατοίκων τού Κάτω Κόσμου, τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέρτεροι «νεκροί» + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • νερτερόμορφος — νερτερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέρτεροι «νεκροί» + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, κυνό μορφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”